Η διαταραχή της υποτονικής σεξουαλικής επιθυμίας (ΥΣΕ) αποτελεί ένα συχνό σεξουαλικό πρόβλημα στις γυναίκες.
Ο επιπολασμός της, που καταγράφεται στις επιδημιολογικές μελέτες κυμαίνεται από 6% έως 53%, γεγονός που φαίνεται να οφείλεται κυρίως στα προβλήματα ορισμού της διαταραχής.
Τα διαγνωστικά κριτήρια που αποτελούν τη διαταραχή της υποτονικής σεξουαλικής επιθυμίας σύμφωνα με το DSM-V φαίνονται στον πίνακα.
Η διαταραχή της υποτονικής σεξουαλικής επιθυμίας μπορεί να οφείλεται σε ψυχολογικούς, οργανικούς, κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες ή σε συνδυασμό των παραπάνω παραγόντων [Graziottin et al. 2009].
Η ηλικία και η εμμηνόπαυση είναι δυο μη μεταβλητοί παράγοντες που παίζουν καθοριστικό ρόλο στη μείωση της σεξουαλικής επιθυμίες [Hayes et al. 2007]. Η χειρουργική εμμηνόπαυση με αμφοτερόπλευρη ωοθηκεκτομή είναι πολύ συχνή αιτία μείωσης της σεξουαλικής επιθυμίας, καθώς μειώνεται περίπου 50% η παραγωγή των ανδρογόνων.
Τα συμπτώματα είναι εντονότερα στις νεότερες γυναίκες καθώς η μείωση της συγκέντρωσης ανδρογόνων είναι μεγαλύτερη[Graziottin & Basson 2004, Dennerstein et al. 2006]. Εκτός από τους ορμονολογικούς παράγοντες, πολύ σημαντικό ρόλο στη μείωση της σεξουαλικής επιθυμίας έχουν ψυχιατρικές παθήσεις όπως για παράδειγμα η κατάθλιψη [Basson & Schultz 2007]. Επίσης οι ασθενείς με χρόνιες παθήσεις, λόγο της κόπωσης από την ασθένεια καταστέλλουν τη σεξουαλική τους επιθυμία. Τέλος οι διαταραχές ΥΣΕ έχουν συσχετίσει με τη λήψη ναρκωτικών ουσιών, αλκοόλ αλλά και κάποιων φαρμάκων, όπως τα SSRIs, τα αντιυπερτασικά και τα χημικοθεραπευτικά [Basson & Schultz 2007].
Ορισμένες γυναίκες που παρουσιάζουν τη διαταραχή αυτή μπορούν να χαρούν τις μη ερωτικές πλευρές της σεξουαλικής επαφής (π.χ. το χάδι, το πλησίασμα), αλλά χωρίς να τους προκαλεί σεξουαλική επιθυμία.
Οι γυναίκες με ΥΣΕ συχνά παρουσιάζουν χαμηλότερη ποιότητα ζωής σε σύγκριση με γυναίκες που δεν εμφανίζουν σεξουαλικό πρόβλημα, γεγονός που καθιστά σημαντική την αντιμετώπιση του προβλήματος [Κυράνα 2009].
Οι θεραπευτικές προσεγγίσεις της ΥΣΕ χωρίζονται στις βασιζόμενες στις ψυχοθεραπείες και στις ορμονικές/φαρμακευτικές. Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει σημαντικές ερευνητικές προσπάθειες αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας των διαθέσιμων ψυχολογικών και φαρμακευτικών θεραπευτικών προσεγγίσεων, επιδιώκοντας την καλύτερη επιστημονική τεκμηρίωση των διαθέσιμων θεραπευτικών εργαλείων [Κυράνα 2009]